- θαλερόμματος
- θαλερόμματος, -ον (Α)αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + -όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ-όμματος, πολυ-όμματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλερόμματον — θαλερόμματος bright eyed masc/fem acc sg θαλερόμματος bright eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλερώπις — θαλερῶπις, ιδος, ἡ (Α) θαλερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ώπις (< ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις) … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek